χῆνες

χῆνες
χήν
wild goose
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μάνλιος, Καπιτωλίνος Μάρκος — (Marcus Manlius Capitolinus, ; – 382 π.Χ.) Ρωμαίος πατρίκιος. Όταν οι Γαλάτες είχαν καταλάβει τη Ρώμη, το 390 π.Χ., ο Μ. υπερασπίστηκε και έσωσε το Καπιτώλιο. Η παράδοση αναφέρει ότι ένα βράδυ τον ξύπνησαν οι φωνές από κάποιες χήνες και έτσι… …   Dictionary of Greek

  • CANES occidendi mos — in ortu Caniculae, quod hoc sidus eos in rabiem agat, apud Romanos viguit, uti docet ex Graeco auctore Salmas. Ο῎τι ρῇ ορὶ Βιββὠν Αζ῾γιζςτὠβ ἀνήρουν ἀκωλύτως εν Π῾ώμῃ τοὺς κύνας εἰς τιμην` τῶ χηνῶν, ὅτι τὸ καπετώλιον οἱ μὲν κύνες προέδωκαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης — ὀρνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλάει, χήνες, πάπιες και πέρδικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + χήν, ός + νῆττα «πάπια» + πέρδιξ, ικος + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»)] …   Dictionary of Greek

  • παππάζω — Α 1. (για παιδιά) προσφωνώ τον πατέρα θωπευτικα πάππα 2. (για βρέφη) ψελλίζω λέγοντας πάππα 3. (για πάπιες και χήνες) φωνάζω πα πα πα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάππα τού πάππος + κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • σπειροχαίτωση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) λοιμώδες νόσημα που οφείλεται στην παρουσία μιας σπειροχαίτης στον οργανισμό 2. φρ. α) «σπειροχαίτωση τού κουνελιού» (κτην.) ζωονόσος με χρόνια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται από την παρουσία επφανειακών διαβρώσεων στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”